- ενδονεφρίτιδα
- η(ιατρ.), φλεγμονή του νεφρικού επιθηλίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενδονεφρίτιδα — η φλεγμονή των νευρικών επιθηλίων, παρεγχυματώδης νεφρίτιδα … Dictionary of Greek